γλαυκώπις

γλαυκώπις
(-ιδος) η светлоокая; со сверкающими глазами девушка или женщина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλαυκώπις" в других словарях:

  • γλαυκώπις — γλαυκῶπις, ( ιδος), η (Α) 1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια 2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού …   Dictionary of Greek

  • γλαυκῶπις — with gleaming eyes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκῶπι — γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπις with gleaming eyes fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκῶπας — γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκῶπες — γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκῶπιν — γλαυκῶπις with gleaming eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκῶπος — γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώπιδα — γλαυκῶπις with gleaming eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώπιδας — γλαυκῶπις with gleaming eyes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώπιδες — γλαυκῶπις with gleaming eyes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκώπιδι — γλαυκῶπις with gleaming eyes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»